ψαλίδι

ψαλίδι
τό
1) ножницы; 2) стропило;

§ έχει καλό ψαλίδι — он хороший закройщик;

ψαλίδι πάει η γλώσσα του — язык у него без костей;

δουλεύει ψαλίδι πού πάει καπνός ( — цензура) кромсает— аж дым идёт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ψαλίδι" в других словарях:

  • ψαλίδι — το / ψαλίδιον, ΝΜΑ, και ψαλλίδιον Μ [ψαλίς, ίδος] νεοελλ. κοπτικό εργαλείο αποτελούμενο από δύο αντικρυστές, συναρθρωμένες στο μέσον, μεταλλικές λεπίδες, οι οποίες τέμνουν κάτι, όταν έρχονται σε επαφή οι διευθετημένες στα αντίθετα άκρα τους λαβές …   Dictionary of Greek

  • ψαλίδι — το 1. ψαλίδι. 2. μέρος του ζευκτού της στέγης. 3. φρ., «ψαλίδι πάει η γλώσσα της», φλυαρεί ακατάσχετα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαλίδι — ψαλίς a pair of scissors fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδιά — η, Ν [ψαλίδι] 1. τομή που γίνεται με ψαλίδι 2. το ίχνος που αφήνει η κοπή τών μαλλιών με ψαλίδι σε περίπτωση κακής κόμμωσης 3. ναυτ. είδος κόμπου …   Dictionary of Greek

  • πεντοζάλης — Κρητικός χορός, που θεωρείται ένας από τους ωραιότερους και θεαματικότερους της Ελλάδας. Η ονομασία πεντοζάλης προέρχεται από την κρητική λέξη «ζάλα» που θα πει βήματα. Χορευτές και χορεύτριες σχηματίζουν κύκλο ανοιχτό προς το κέντρο. Τα βήματα… …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδάκι — το, Ν [ψαλίδι] υποκορ. μικρό ψαλίδι («ψαλιδάκι τών νυχιών») …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδίζω — Ν [ψαλίδι] 1. κόβω με ψαλίδι 2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς») β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω 3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα» μτφ. (ως απειλή σε… …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδοκέρι — το, Ν 1. ειδικό ψαλίδι για την κοπή τού καμένου φιτιλιού τού κεριού 2. μτφ. α) (κατά τους χρόνους τής Ελληνικής Επανάστασης) (σκωπτ.) το ανδρικό ευρωπαϊκό σχιστό ένδυμα, το φράκο, και, γενικά, η ευρωπαϊκή ενδυμασία β) (κατ επέκτ.) αυτός που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»